περιδαίω

περιδαίω
Α
1. καίω, πυρπολώ
2. παθ. περιδαίομαι
καίγομαι ολόγυρα
3. είμαι πάρα πολύ θερμός
4. μτφ. φλέγομαι από έρωτα για κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + δαίω (Ι) «καίω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”